ΒΑΡΗΚΟΪΑ – ΚΩΦΩΣΗ: ΠΟΙΟΣ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗ

Τι σημαίνει βαρηκοΐα και τι κώφωση;

Βαρήκοος καλείται αυτός, ο οποίος δυσκολεύεται να αντιληφθεί την ομιλία μέσω της ακοής του μόνο, είτε φοράει ακουστικά είτε όχι. Η δυσκολία αυτή όμως δεν τον εμποδίζει να αντιληφθεί το μεγαλύτερο μέρος των πληροφοριών που φτάνουν στο αυτί του μέσω της ομιλίας. Η ακουστική βλάβη στα βαρήκοα άτομα κυμαίνεται από τα 35dB έως τα 69dB.

Αντίθετα, κωφός καλείται αυτός ο οποίος λόγω της ακουστικής του απώλειας (70dB και άνω), δεν βρίσκεται σε θέση να αντιληφθεί την ομιλία μέσω της ακοής του μόνο, είτε φοράει ακουστικά είτε όχι. Τα άτομα αυτά χρησιμοποιούν κυρίως τα οπτικά ερεθίσματα για να κατανοήσουν την ομιλία του συνομιλητή τους (χειλεανάγνωση, νοηματική γλώσσα, γραπτή γλώσσα).

Ποια είναι τα είδη της βαρηκοΐας;

Τα είδη βαρηκοΐας είναι τα εξής:

  • Βαρηκοΐα αγωγιμότητας

Η βαρηκοΐα αγωγιμότητας εμφανίζεται όταν διακόπτεται η μεταφορά του ήχου προς το εσωτερικό αυτί. Αυτό οφείλεται σε δυσλειτουργία ή βλάβη κυρίως του μέσω ους (αυτί) αλλά και του έξω ους. Η ανάπτυξη της ιατρικής θεραπεύει με μεγάλο ποσοστό επιτυχίας αυτόν τον τύπο βαρηκοΐας. Για να εκτιμηθεί σωστά η φύση της βαρηκοΐας, αλλά κυρίως, για να αναγνωριστούν τα πλεονεκτήματα και τυχών μειονεκτήματα των μεθόδων αποκατάστασης του προβλήματος, ο ΩΡΛ θα πρέπει να γνωρίζει πλήρως τόσο τα ανατομικά στοιχεία, όσο και την φυσιολογία του αυτιού. Συχνές βλάβες-δυσλειτουργίες, είναι η απόφραξη του εξωτερικού ακουστικού πόρου, η διάτρηση της τυμπανικής μεμβράνης, η ωτοσκλήρυνση, η διακοπή της συνέχειας του μηχανισμού τύμπανου-οσταρίων, σημαντικές αρνητικές πιέσεις στο μέσο αυτί, καθώς και συγγενείς ανωμαλίες.

  • Νευροαισθητήρια βαρηκοΐα

Στην περίπτωση της νευροαισθητήριας βαρηκοΐας, η βλάβη εντοπίζεται στο εσωτερικό αυτί και συγκεκριμένα στο όργανο του Corti ή στο ακουστικό νεύρο. Σε αυτήν την περίπτωση, ο ήχος μεταφέρεται στο έσω ους, λόγω όμως αυτής της δυσλειτουργίας, δεν καταλήγει στον εγκέφαλο και δεν γίνεται αντιληπτός. Ακόμα κι αν ο ήχος είναι δυνατός, μερικές συχνότητες χάνονται, με αποτέλεσμα η ομιλία να μην γίνεται κατανοητή από τον ασθενή. Σε αντίθεση με την βαρηκοΐα αγωγιμότητας, όπου η θεραπεία έχει σημαντικό ποσοστό επιτυχίας, σε αυτό το είδος βαρηκοΐας, η εκπαίδευση στην ομιλία γίνεται παράλληλα με την ανάπτυξη άλλων τρόπων επικοινωνίας, όπως είναι η χειλεανάγνωση και η νοηματική γλώσσα.

  • Μικτού τύπου βαρηκοΐα

Οι μικτέςβαρηκοΐες αποτελούν έναν συνδυασμό από βαρηκοΐα αγωγιμότητας και νευροαισθητήριαβαρηκοΐα.

  • Ακουστική αγνωσία

Σε αυτή την περίπτωση, η διαταραχή δεν προέρχεται από κάποια βλάβη του αισθητήριου οργάνου της ακοής, αλλά σε δυσλειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος. Χαρακτηριστικό αυτής της διαταραχής είναι ότι ο ασθενής μπορεί να δώσει διαφορετικά κάθε φορά ακουομετρικά αποτελέσματα, λόγω της αδυναμίας του να ερμηνεύσει τα ακουστικά ερεθίσματα πάντα κατά τον ίδιο τρόπο.

Ποια τα αίτια;

  • Κληρονομικότητα

Η κληρονομικότητα κατέχει σημαντική θέση στους παράγοντες που ευθύνονται στην βαρηκοΐα, ακόμα κι αν η ευθύνη της είναι μικρή μέσα στο γενικό ποσοστό βαρηκοΐας του πληθυσμού. Το πλήθος των μορφών κληρονομικής βαρηκοΐας είναι περίπου 100.

  • Επίκτητα αίτια

Τα επίκτητα αίτια χωρίζονται σε:

  1.  Προγεννητικά: Σε αυτήν την περίπτωση, η βαρηκοΐα οφείλεται σε παθήσεις της μητέρας κατά την διάρκεια της ενδομήτριας ζωής, οι περισσότερες από τις οποίες μεταφέρονται μέσω του πλακούντα στο έμβρυο. Μερικές από αυτές είναι ο κυτταρομεγαλόιος (CMV), η τοξοπλάσμωση, η σύφιλη, η ερυθρά, τοξικά ναρκωτικά και χημικά προϊόντα.
  2.  Περιγεννητικά: Τα αίτια τα οποία προκαλούν βαρηκοΐα κατά την διάρκεια του τοκετού ονομάζονται περιγεννητικά. Κάποιες περιγεννητικές αιτίες είναι οι τραυματισμοί-κακώσεις του κεφαλιού του νεογνού κατά την διάρκεια του τοκετού και η υποξία.
  3. Μεταγεννητικά: Μεταγεννητικά καλούνται τα αίτια τα οποία μπορούν να προκαλέσουν βαρηκοΐα μετά τον τοκετό. Βασικότερα από αυτά είναι: ιλαρά, παρωτίτιδα, μηνιγγίτιδα. Επιπλέον παράγοντες που μπορούν να προκαλέσουν μεταγεννητικά βαρηκοΐα, είναι κάποιος τραυματισμός στο αυτί ή στο κροταφικό οστό, επαναλαμβανόμενη μέση ωτίτιδα καθώς και η επαναλαμβανόμενη έκθεση σε χώρους με θόρυβο.

Ποιες οι μέθοδοι διάγνωσης και αξιολόγησης της βαρηκοΐας;

Οι μέθοδοι διάγνωσης και αξιολόγησης της βαρηκοΐας χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Στις υποκειμενικές και στις αντικειμενικές. Οι υποκειμενικές μέθοδοι επιτυγχάνονται μέσω της συνεργασίας του εξεταζόμενου ατόμου με τον εξεταστή, καθώς ο πρώτος καλείται να αντιδρά στα ακουστικά ερεθίσματα της εξέτασης και να απαντά στα ερωτήματα του εξεταστή. Αντίθετα, στις αντικειμενικές μεθόδους, δεν απαιτείται αυτή η συνεργασία για την διάγνωση και την αξιολόγηση της βαρηκοΐας του εξεταζόμενου.

Υποκειμενικές μέθοδοι:

  • Τονική ακουομετρία
  • Ηχοκάλυψη
  • Διαπασών-δοκιμασίες
  • Ομιλητική ακουομετρία

Αντικειμενικές μέθοδοι

  • Τυμπανομετρία
  • Ηλεκτροακουομετρία
  • Ωτοακουστικές εκπομπές

Πως μπορεί να αντιμετωπιστεί;

  • Ακουστικά βαρηκοΐας

Το ακουστικό βαρηκοΐας είναι μια μικρή ηλεκτρονική συσκευή που ενισχύει την ένταση των ήχων ώστε να γίνουν ακουστοί από τον ασθενή.

  • Κοχλιακό εμφύτευμα

Το κοχλιακό εμφύτευμα παρακάμπτει τα τριχωτά κύτταρα του κοχλία και διεγείρει ηλεκτρικά το ακουστικό νεύρο.

Ποια τα χαρακτηριστικά ομιλίας και λόγου ατόμων με βαρηκοΐα-κώφωση;

Τα χαρακτηριστικά της ομιλίας και του λόγου των ατόμων με βαρηκοΐα-κώφωση επηρεάζονται από πολλούς παράγοντες, μερικοί από τους οποίους είναι ο βαθμός ελλείμματος ακοής, η διαμόρφωσή του, η ηλικία στην οποία εμφανίστηκε, η ηλικία που ξεκίνησε η αποκατάστασή του, το νοητικό επίπεδο, η συμπαράσταση της οικογένειας κ.α. Το κύριο πρόβλημα που προκύπτει είναι η απώλεια μερικών ή όλων των ακουστικών στοιχείων της ομιλίας. Σημαντική σημείωση, είναι ότι οι επιπτώσεις ελλείματος ακοής που εμφανίστηκε μετά την ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας είναι μικρότερες απ΄ότι αν εμφανίζονταν στην προγλωσσική περίοδο.

Ανάλογα με τον βαθμό βαρηκοΐας, αναγνωρίζονται οι παρακάτω γενικές επιπτώσεις:

  • Πολύ μικρό έλλειμα ακοής (16-25 dB HL): δεν ακούγονται τα άηχα σύμφωνα (σ, κ ,τ κτλ.). Σε αυτή την περίπτωση, τα παιδιά μπορεί να παρουσιάσουν μικρή καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου και σε μικρό βαθμό διαταραχή στην άρθρωση.
  • Μικρό έλλειμα ακοής (26-40 dB HL): εδώ δεν ακούγονται, σε επίπεδο κανονικής έντασης της ομιλίας, αρκετά από τα στοιχεία της ομιλίας όπως τα περισσότερα σύμφωνα. Παιδιά με μικρό έλλειμα ακοής συχνά παρουσιάζουν διάσπαση προσοχής, καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου, διαταραχές στην άρθρωση και κάποιες φορές μαθησιακές δυσκολίες.
  • Μέτριο έλλειμα ακοής (41-55 dB HL): σε αυτή την περίπτωση, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό το μεγαλύτερο εύρος των στοιχείων τις ομιλίας σε κανονικό επίπεδο έντασης. Τα παιδιά με τέτοιο έλλειμα ακοής παρουσιάζουν, ομοίως με παραπάνω, διάσπαση προσοχής, καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου, αρθρωτικές διαταραχές και μαθησιακές δυσκολίες.
  • Μέτριο έως μεγάλο έλλειμα ακοής (56-70 dB HL): σε έλλειμα ακοής μέτριο έως μεγάλο, δεν γίνεται αντιληπτό κανένα στοιχείο της ομιλίας, παρά  μόνο με δυνατή ομιλία από κοντινή απόσταση καθώς και οι δυνατοί ήχοι του περιβάλλοντος. Τα παιδιά αυτά παρουσιάζουν διάσπαση προσοχής, μεγάλη καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας και σοβαρές μαθησιακές διαταραχές.
  • Μεγάλο έλλειμα ακοής (71-90 dB HL): με αυτό το έλλειμα ακοής, τα παιδιά μπορούν να αναπτύξουν λόγο και ομιλία μόνο με συστηματική βοήθεια και εκπαίδευση, ενώ παράλληλα παρουσιάζουν πολύ μεγάλη καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας και πολύ σοβαρές διαταραχές της μάθησης.
  • Πολύ μεγάλο έλλειμα ακοής (91+ dB HL): τέλος, σε αυτού του τύπου έλλειμα ακοής, δεν ακούγεται σχεδόν κανένας ήχος χωρίς ενίσχυση της ακοής. Με ενίσχυση μπορεί να ακούγονται μόνο κάποιοι δυνατοί ήχοι του περιβάλλοντος και ο ρυθμός της ομιλίας. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν τα άτομα με κώφωση και παρουσιάζουν επιπλέον δυσκολίες αντήχησης, προσωδίας και φώνησης.

Ποιος ο ρόλος του λογοθεραπευτή;

Ο ρόλος του λογοθεραπευτή στην αντιμετώπιση παιδιών με ελλειμματική ακοή μέσα στην διεπιστημονική ομάδα είναι: διαγνωστικός, θεραπευτικός και υποστηρικτηκός.

Διαγνωστικός ρόλος

Το άγχος των γονιών παιδιών που παρουσιάζουν βαρηκοΐα, γίνεται ιδιαίτερα φανερό στην πρώτη τους επαφή με την διεπιστημονική ομάδα ή τον ειδικό που θα εξετάσει το παιδί τους. Για να ελαττωθούν τα εμπόδια που θα δημιουργήσει αυτό τους το άγχος, ικανά να επηρεάσουν την συνεργασία των γονιών με τον λογοθεραπευτή ή με τους άλλους ειδικούς, θα πρέπει το άγχος να διαγνωσθεί ως φυσιολογικό ή παθολογικό και να αντιμετωπιστεί κατάλληλα από τον ψυχολόγο, τον κοινωνικό λειτουργό ή κάποιον άλλο ειδικό. Αυτό αποτελεί το πρώτο βήμα στη διάγνωση για σταθερή και σεβαστή συνεργασία γονιών –ειδικών. Στο ιστορικό του παιδιού, που σε μία διεπιστημονική ομάδα θα το πάρει η κοινωνική λειτουργός, οι πιο σημαντικές πληροφορίες για τον λογοθεραπευτή προέρχονται από την ικανότητα των γονιών να περιγράψουν πως αντιδρά το παιδί στους ήχους, στη διάκριση διάφορων ήχων και ρυθμών, λέξεων, πως εκφράζεται (με λέξεις ή χειρονομίες), αν εκτελεί απλές εντολές, αν είναι κοινωνικό, καθώς και την επικοινωνία του και την χρήση φωνής σε αυτήν. Αυτά είναι ιδιαίτερα χρήσιμα τόσο για την διάγνωση, όσο και για την εκπαίδευση, την μάθηση και την εξέλιξη του παιδιού.

Εκτός του ιστορικού, για να προβλέψει ο λογοθεραπευτής την εξέλιξη της ομιλίας και του λόγου του παιδιού, εξετάζει:

  • Το φωνητικό / φωνολογικό σύστημα
  • Τον αυθόρμητο / αυτόματο λόγο
  • Τη μιμητική ικανότητα
  • Την αναγνωστική ικανότητα και το επίπεδο διαλόγου

Το έλλειμμα ακοής επηρεάζει την αντίληψη, την παραγωγή και τη διαδικασία επανατροφοδότησης της ομιλίας. Τα χαρακτηριστικά του προφορικού λόγου που θα εξεταστούν από τον λογοθεραπευτή είναι:

  • Ο χρόνος και ο ρυθμός
  • Ο τόνος και η μελωδικότητα
  • Η άρθρωση
  • Η ποιότητα φωνής
  • Η κατανόηση της ομιλίας
  • Η ταχύτητα

Τέλος, τα χαρακτηριστικά του προφορικού / αντιληπτικού λόγου που θα εξεταστούν είναι:

  • Το λεξιλόγιο
  • Ο σχηματισμός προτάσεων και η σειρά λέξεων που χρησιμοποιούνται
  • Τα συντακτικά και μορφολογικά επίπεδα
  • Τα άρθρα, τις αντωνυμίες, τους χρόνους των ρημάτων κ.α.
  • Τον αφηρημένο / συγκεκριμένο λόγο
  • Τις στερεοτυπίες
  • Την ικανότητα να διαβάζει και να γράφει και
  • Χειλεανάγνωση

Θεραπευτικός ρόλος

Ο θεραπευτικός ρόλος του λογοθεραπευτή εξαρτάται από το είδος και τον βαθμό της βαρηκοΐας:

  • Ελαφριά απώλεια ακοής: το παιδί θα χρειαστεί βοήθεια στα άηχα σύμφωνα, καθώς και στην ανάπτυξη και διατήρησή μίας σωστής λεκτικής δομής.
  • Μέτρια απώλεια ακοής: το παιδί θα χρειαστεί εμπλουτισμό λεξιλογίου και θεραπεία αρθρωτικών λαθών. Η εξάσκηση ακουστικής ικανότητας σε αυτή την περίπτωση, θα βοηθήσει σε καλύτερη ακουστική διάκριση και η εξάσκηση οπτικής ικανότητας θα βοηθήσει το παιδί μα ενταχθεί καλύτερα σε μία τάξη της ηλικίας του, αν δεν αντιμετωπίζει κάποιο άλλο πρόβλημα.
  • Μέτρια προς μεγάλη απώλεια ακοής: εδώ, αν η παρέμβαση γίνει νωρίς το παιδί θα καταφέρει να αποκτήσει λόγο. Θα χρειαστεί βοήθεια με τον εσωτερικό του λόγο, στο να μάθει και να χρησιμοποιεί τα μέρη του λόγου. Επίσης, θα έχει σοβαρή δυσκολία στην άρθρωση, και η ομιλία του δεν θα μπορεί να γίνει κατανοητή από κάποιον «τρίτο».
  • Μεγάλη μείωση ακοής και πολύ μεγάλη μείωση ακοής: τέλος, σε αυτές τις κατηγορίες ελλειμματικής ακοής, ο προφορικός λόγος και η ομιλία του παιδιού δεν αποκτώνται αυτόματα και χρειάζεται εντατική θεραπεία. Αξίζει να σημειωθεί, ότι η παρέμβαση και η ακουστική ενίσχυση, πρέπει να έχει γίνει από νωρίς για να αποκτήσει προφορικό λόγο.

Υποστηρικτικός ρόλος

Με σκοπό να βοηθηθεί το παιδί και ο γονιός παράλληλα, ο λογοθεραπευτής στον υποστηρικτικό του ρόλο, μπορεί να συμβουλέψει τους γονείς, πώς να ενθαρρύνουν την καλύτερη επικοινωνία στο σπίτι μέσα από το παιχνίδι, τις ειδικές ασκήσεις και το ειδικό πρόγραμμα του παιδιού. Μπορεί επίσης να δώσει κάποιες συμβουλές για την οικογένεια και το γύρω περιβάλλον του παιδιού, όπως:

  • Να προσελκύουν την προσοχή του παιδιού πριν αρχίσουν να του μιλάνε
  • Να κοιτάνε το παιδί όταν συνομιλούν και τους κοιτάζει χωρίς να καλύπτουν το στόμα τους ή να τρώνε ή να καπνίζουν
  • Να μιλούν φυσιολογικά, χωρίς έντονες κινήσεις στα χείλη ή με γρήγορο / αργό ρυθμό, ούτε να μουρμουρίζουν ή να φωνάζουν
  • Να εκφράζονται απλά και καθαρά, χωρίς περιττά λόγια ή μεγάλες προτάσεις
  • Να αποφεύγουν παράλληλους θορύβους, όπως την τηλεόραση
  • Να εκφράζονται με παράλληλα νοήματα-κινήσεις των χεριών
  • Να προσέχουν το παιδί να μπορεί να δει καθαρά το πρόσωπό τους
  • Να δείχνουν πάντα υπομονή

Γιαννόπουλος Μάριος Χρύσανθος

Λογοθεραπευτής

Επιστροφή στα Άρθρα