Ο αυτισμός είναι μια διαφορετική και πολύπλοκη αναπτυξιακή διαταραχή που έχει βρεθεί σε όλο τον κόσμο σε όλες τις φυλετικές και κοινωνικές ομάδες (Perko & McLaughlin, 2002), επηρεάζοντας τη λειτουργία του εγκεφάλου, εκδηλώνει μια άτυπη μορφή επικοινωνίας, κοινωνικών δεξιοτήτων και ικανοτήτων για παιχνίδι και ανταποκρίσεων (Statkiewicz- Gayhardt et al. 2001). Η Αυτιστική Διαταραχή εντοπίστηκε για πρώτη φορά από τον Αμερικανό ψυχίατρο, Λέο Κάνερ, το 1943 (Comer, 1992). Τα άτομα με αυτισμό τείνουν να είναι εξαιρετικά μη ανταποκρινόμενα σε άλλους, παρουσιάζουν κακές δεξιότητες επικοινωνίας, έχουν περιορισμένη ικανότητα στο φανταστικό παιχνίδι και συχνά επιδεικνύουν αυτοτραυματικές συμπεριφορές (Comer, 1992)
Ένα χρόνο μετά την πρωτοποριακή εργασία του Kanner για τον αυτισμό (βλ. Comer, 1992), ένας Αυστριακός ψυχίατρος, ο Hans Asperger, αναγνώρισε ένα πρότυπο ανώμαλης συμπεριφοράς σε μια ομάδα εφήβων. Αυτό αργότερα έγινε γνωστό ως Σύνδρομο Asperger ,μια υψηλότερη μορφή αυτισμού (Aarons and Gittens, 1992), που είναι μια αναπτυξιακή διαταραχή και συγκαταλέγεται στο φάσμα του αυτισμού (Ηλιοπούλου,2012,Billstedt,2000). Έτσι, στο ένα άκρο του φάσματος υπάρχουν άτομα υψηλής λειτουργίας με σχετικά ήπια συμπτώματα που μοιάζουν με Asperger, ενώ στο άλλο άκρο υπάρχουν μη λεκτικά άτομα με σοβαρό αυτισμό και πιθανή διανοητική καθυστέρηση. Μεταξύ αυτών των δύο άκρων υπάρχει μια ποικιλία διαφορετικών παρουσιάσεων αυτιστικής διαταραχής (Scheuermann and Webber, 2002). Τον ίδιο ορισμό δίνει και η νέα έκδοση του διαγνωστικού DSM (2013) , που ορίζει τον αυτισμό ως «διαταραχή αυτιστικού φάσματος» ή «φάσμα αυτιστικών διαταραχών», δημιουργώντας έτσι ένα φάσμα διαταραχής με διαβαθμισμένης σοβαρότητας συμπτώματα (American Psychiatric Publishing, 2013). Η διαταραχή αυτή εμφανίζεται περισσότερο στα αγόρια απ’ ότι στα κορίτσια. Ο ίδιος ο Asperger είχε δηλώσει πως πρόκειται για μια αποκλειστικά, ανδρική υπόθεση (Cumine et al.2012). Η συχνότητα εμφάνισης της είναι 0,26 στις 1.000 γεννήσεις (Βαλαμουτοπούλου και Κουτελέκος, 2010).