Ήδη από τη στιγμή της γέννησης του, το βρέφος αλληλοεπιδρά με τη μητέρα του παρέχοντας μηνύματα που εκφράζουν τις ανάγκες και την διάθεση του (αν νιώθει χαρά, φόβο, αν πεινάει, κρυώνει κτλ.).
Ο τρόπος που η μητέρα θα ανταποκριθεί στα μηνύματα αυτά έχει καθοριστική σημασία καθώς το βρέφος μαθαίνει κατά πόσο μπορεί να στηριχτεί σε εκείνη για του προσφέρει ασφάλεια και παρηγοριά. Η ποιότητα της σχέσης αυτής στη πορεία επεκτείνεται για να συμπεριλάβει τις προσδοκίες που το παιδί θα αναπτύξει για τον εαυτό του, τους άλλους αλλά και για τον κόσμο γύρω του.
Ο όρος “προσκόλληση” εισήχθη αρχικά από τον Βρετανό ψυχίατρο John Bowlby ο οποίος τόνισε ότι το βρέφος έχει ανάγκη να αναπτύξει συναισθηματικό δεσμό με ένα ή δύο σημαντικά πρόσωπα τα οποία θα το προστατεύουν από τον κίνδυνο. Στη συνέχεια η Mary Ainsworth εισήγαγε την έννοια της «Ασφαλούς Βάσης» κατά την οποία το βρέφος χρησιμοποιεί τη διαθεσιμότητα της μητέρας του ως ασφαλή βάση για να εξερευνήσει το περιβάλλον και να δοκιμάσει νέες δεξιότητες. Με άλλα λόγια, η έννοια της προσκόλλησης έχει δύο σημαντικούς ‘ανταγωνιστικούς’ πυρήνες: από τη μία το βρέφος αναζητά την εγγύτητα και την προστασία της μητέρας του ενώ από την άλλη επιθυμεί να απομακρυνθεί και να εξερευνήσει τον κόσμο γύρω του γνωρίζοντας όμως ότι η μητέρα θα βρίσκεται κοντά ως μια ¨ασφαλής βάση¨. Η M. Ainsworth (1970) εξελίσσοντας περαιτέρω τη θεωρία δεσμού του Bowlby και μετά από έρευνα οδηγήθηκε στη διάκριση τριών μορφών προσκόλλησης: την ασφαλή, την ανασφαλή και την αποδιοργανωμένη/αδιαφοροποίητη προσκόλληση. Το είδος της προσκόλλησης που θα αναπτύξει το βρέφος εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την ανταπόκριση της μητέρας στις ανάγκες του. Μια μητέρα που ανταποκρίνεται κατάλληλα στις ανάγκες του μωρού της, που είναι σταθερά διαθέσιμη, ευαίσθητη απέναντι στα μηνύματα του και δεκτική ως προς την δυσφορία του τείνει να αναπτύσσει έναν ασφαλή δεσμό με το βρέφος. Από την άλλη, εάν η μητέρα είναι λιγότερο δεκτική και ευαίσθητη απέναντι στις απαιτήσεις του μωρού της για ασφάλεια και παρηγοριά, δεν είναι διαθέσιμη σε σταθερή βάση ή έχει κάπως απρόβλεπτο τρόπο ανταπόκρισης στις ανάγκες του είναι πιθανότερο να δημιουργήσει ανασφαλή δεσμό προσκόλλησης με το βρέφος. Τέλος όταν το βρέφος δέχεται σημαντικά κακής ποιότητα φροντίδα, όπως πχ. κακοποίηση, είναι πιθανότερο να αναπτύξει μια αποδιοργανωμένη προσκόλληση προς το πρόσωπο που το φροντίζει.
Η φύση και η μορφή αυτής της πρώτης σχέσης που αναπτύσσει το βρέφος με τη μητέρα του γίνεται μοντέλο για τις μετέπειτα σχέσεις του, προκαλώντας προσδοκίες για το αν θα είναι άξιο αγάπης και κατά πόσο μπορεί να βασιστεί στους άλλους και να εμπιστευτεί τον κόσμο γύρω του. Με άλλα λόγια, μια ασφαλής ή ανασφαλής προσκόλληση φαίνεται να δημιουργεί κάποια ‘εσωτερικά μοντέλα εργασίας’ τα οποία επηρεάζουν το πώς βλέπει το άτομο τον εαυτό του ως βρέφος αλλά και αργότερα ως ενήλικας. Έτσι τα παιδιά με ασφαλή προσκόλληση φαίνεται να αναπτύσσουν έναν ισχυρό και συναισθηματικά σημαντικό δεσμό με το πρόσωπο που τα φροντίζει και ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους. Νιώθει χαρά και ικανοποίηση, συναισθήματα που αναπτύσσονται όχι μόνο στο βρέφος αλλά και στη μητέρα. Η μητέρα γίνεται αντιληπτή ως ένα άτομο αξιόπιστο, υποστηρικτικό και ευαίσθητο, έτοιμο να ανταποκριθεί κατάλληλα στις ανάγκες του. Το βρέφος αισθάνεται ασφάλεια και σιγουριά να εξερευνήσει το περιβάλλον. Ο εαυτός του γίνεται αντιληπτός ως άξιος αγάπης και υποστήριξης και το ίδιο αποκτά εμπιστοσύνη στις ικανότητες του. Οι άλλοι θεωρούνται εξίσου ως άξιοι εμπιστοσύνης και ανταποδοτικοί. Ένα παιδί με ασφαλή προσκόλληση είναι πιθανό να αναπτύξει ευκολότερα την ανθεκτικότητα, την ανεξαρτησία, τον έλεγχο των συναισθημάτων του, την ενσυναίσθηση, τις κοινωνικές του δεξιότητες, τα θετικά του συναισθήματα και την θετική αυτόεκτίμηση.
Από την άλλη μεριά, τα βρέφη που έρχονται σε επαφή με μια μητέρα που δεν ανταποκρίνεται κατάλληλα στις ανάγκες τους αναπτύσσουν έναν ανασφαλή δεσμό προσκόλλησης, ο οποίος διακρίνεται σε δύο κατηγορίες: τον απορριπτικό/αποφευκτικό δεσμό και τον αγχώδη/αμφιθυμικό δεσμό. Στην πρώτη περίπτωση η μητέρα είναι συχνά απορριπτική, δεν ανταποκρίνεται άμεσα και συνήθως είναι επικριτική και αντιδρά με θυμό ή τιμωρία όταν το παιδί εκφράζει έντονα συναισθήματα. Το παιδί βιώνει συχνά την απόρριψη και αναπτύσσει άγχος και φόβο για πιθανή απόρριψη στο μέλλον. Έτσι προσπαθεί να μην δείχνει αρνητικά συναισθήματα και τροποποιεί την συμπεριφορά του με σκοπό να είναι αγαπητό από τους άλλους. Αποφεύγει ωστόσο την δημιουργία πολύ στενών επαφών και γίνεται υπερβολικά αυτό-εξαρτώμενο και ανεξάρτητο. Μπροστά στη μητέρα μπορεί να μην εκδηλώνει τα όποια δυσάρεστα συναισθήματα του με σκοπό να κερδίσει την προσοχή της ώστε να ικανοποιηθούν οι ανάγκες του. Στην δεύτερη περίπτωση, τα παιδιά με αγχώδη/αμφιθυμικό τύπο προσκόλλησης συχνά έχουν μια μητέρα που δεν είναι σταθερά διαθέσιμη και δεν είναι ευαίσθητη απέναντι στις ανάγκες τους. Τείνει να αγνοεί τα σήματα του βρέφους για προσοχή και γενικά είναι απρόβλεπτη στην ανταπόκρισή της. Σε ακραίες περιπτώσεις, οι φόβοι και οι ανησυχίες του παιδιού αγνοούνται πλήρως και το παιδί νιώθει συναισθηματικά εγκαταλελειμμένο. Το βρέφος νιώθει ότι συνήθως δε μπορεί να προβλέψει τον τρόπο που θα ανταποκριθεί η μητέρα στις ανάγκες του. Το παιδί με αυτού του είδους προσκόλληση εμφανίζει αδυναμία ελέγχου της παρορμητικότητας του, αρνητικά συναισθήματα, αντικοινωνική και επιθετική συμπεριφορά ενώ οι κοινωνικές του δεξιότητες και η αυτονομία του είναι χαμηλές. Αντί να προσαρμόζει την συμπεριφορά του έτσι ώστε να ευχαριστεί την μητέρα συχνά εμφανίζεται επιθετικό και πιέζει ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες του.
Τα παιδιά με ανασφαλή προσκόλληση και των δύο τύπων θεωρούν τους εαυτούς τους ως μη αξιόλογους και ανάξιους αγάπης, δεν έχουν εμπιστοσύνη στις ικανότητες τους ενώ οι άλλοι προσλαμβάνονται ως απορριπτικοί, μη προβλέψιμοι και ίσως τιμωρητικοί. Τέλος υπάρχουν και τα βρέφη που αναπτύσσουν αποδιοργανωμένο τύπο προσκόλλησης. Σε αυτή την περίπτωση τα παιδιά έχουν φροντιστές τελείως απρόβλεπτους που παρέχουν κακής ποιότητας φροντίδα. Συνήθως πρόκειται για περιβάλλοντα όπου οι γονείς είναι είτε χρήστες ουσιών, είτε με ψυχιατρικές διαταραχές είτε βίαιοι και κακοποιητικοί. Σε αυτή την περίπτωση ο γονέας γίνεται ταυτόχρονα πηγή παρηγοριάς και φόβου και το παιδί δε μπορεί καθόλου να προβλέψει την συμπεριφορά του. Έτσι βρίσκεται συνεχώς σε κατάσταση επαγρύπνησης και άγχους μη γνωρίζοντας πότε θα βιώσει τον επόμενο κίνδυνο. Ο φόβος είναι πολύ δυνατός και συχνά τα παιδιά αυτά αναζητούν παρηγοριά και ασφάλεια σε αγνώστους, ενώ δεν επιδιώκουν να απομακρυνθούν και να εξερευνήσουν το περιβάλλον. Ο εαυτός τους γίνεται αντιληπτός ως μη αξιόλογος και αναξιαγάπητος αλλά και ικανός να προκαλέσει θυμό και βία στους άλλους. Οι άλλοι θεωρούνται τρομακτικοί, επικίνδυνοι και απρόβλεπτοι. Το είδος της προσκόλλησης που αναπτύσσει ένα βρέφος με το βασικό πρόσωπο που το φροντίζει είναι σημαντικό καθώς καθορίζει όχι μόνο την ανάπτυξη της βρεφικής και παιδικής του ηλικίας αλλά και αργότερα την ενήλικη του ζωή. Πολλές είναι οι έρευνες που έχουν δείξει ότι τα παιδιά με ασφαλή προσκόλληση εμφανίζουν σημαντικότερα επιτεύγματα και επιτυχίες, αποτελεσματικότερη συναισθηματική, κοινωνική και συμπεριφορική προσαρμογή και καλύτερες κοινωνικές σχέσεις σε σχέση με τα παιδιά με ανασφαλή ή αποδιοργανωμένη προσκόλληση.
Άγχος αποχωρισμού: τι είναι και πώς εκδηλώνεται στα παιδιά;
Πολλοί ίσως έχει τύχει να δουν την παρακάτω εικόνα: Ένα βρέφος 15 μηνών να είναι στην αγκαλιά ενός συγγενή ή πολύ οικείου φιλικού προσώπου της οικογένειας. Το βρέφος αρχίζει να κλαίει χωρίς να υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος, προφανής λόγος και σταματάει μόνο όταν βρεθεί πίσω στην αγκαλιά της μητέρας του. Το παραπάνω φαινόμενο, αντικατοπτρίζει αυτό που ονομάζουμε άγχος αποχωρισμού. Στα βρέφη που έχουν αναπτύξει ασφαλή συναισθηματικό δεσμό με τα πρόσωπα αναφοράς τους, τα οποία είναι συνήθως οι γονείς τους, ξεκινάει μεταξύ 8-10 μηνών, κορυφώνεται στους 18 μήνες και παραμένει μέχρι και τους 24 όπου σιγά σιγά αρχίζει να φθίνει (Guthrie, 1997).
Παρά την κορύφωση του άγχους αποχωρισμού στους 18 μήνες, έχει βρεθεί ότι παιδιά με ασφαλή συναισθηματικό δεσμό, μπορούν πιο εύκολα να ανταποκριθούν σε σύντομους αποχωρισμούς από τη μαμά τους συγκριτικά με τα παιδιά που έχουν αναπτύξει αγχώδη αποφευκτικό ή αμφιθυμικό είδος δεσμού. Οι τύποι δεσμού που μπορεί να δημιουργηθούν μεταξύ παιδιών και γονέων είναι: α) ο ασφαλής συναισθηματικός δεσμός , β) ο αγχώδης-αποφευκτικός και γ) ο αγχώδης-αμφιθυμικός τύπος δεσμού. Το παιδί αναπτύσσει ασφαλή συναισθηματικό δεσμό, αν οι γονείς ανταποκρίνονταν πλήρως και άμεσα στις ανάγκες του. Αυτό σημαίνει ότι αργότερα ως νήπια, παιδιά και έφηβοι, οι γονείς θα είναι δίπλα του χωρίς κρίσεις, επικριτικά σχόλια και ενοχές, αλλά με άνευ όρων αποδοχή και ενσυναίσθηση. Τα παραπάνω, έχουν ως αποτέλεσμα να θωρακίζεται το παιδί ως προσωπικότητα, να αναπτύσσει υψηλή αυτοπεποίθηση και να βιώνει τις δυσκολίες της ζωής ως εύκολα διαχειρίσιμες. Αντίθετα, αν ο συναισθηματικός δεσμός που θα δημιουργηθεί είναι ο αγχώδης-αποφευκτικός, οι γονείς δεν ανταποκρίνονται άμεσα, είναι συνήθως επικριτικοί και αντιδρούν έντονα με θυμό ή/και τιμωρία. Τέλος στον αγχώδη-αμφιθυμικό τύπου δεσμού, οι γονείς χαρακτηρίζονται από ασταθή απαιτητικότητα και είναι απρόβλεπτοι στην ανταπόκριση τους αγνοώντας τα σήματα του βρέφους.
Η εκδήλωση του άγχους αποχωρισμού για την ηλικιακή αυτή ομάδα, θεωρείται ένα υγιές κομμάτι της ανάπτυξης των παιδιών και τους βοηθάει στη συναισθηματική τους ανάπτυξη. Σύμφωνα με τον Eliot (2000), τα μωρά είναι «προγραμματισμένα» για να μεγαλώνουν συνδεδεμένα με συναισθηματικό δεσμό με τους γονείς ή τους φροντιστές τους, κάτι που εδράζεται στον πρόσθιο λοβό του εγκεφάλου. Ο συναισθηματικός δεσμός είναι υπεύθυνος για την προσαρμογή στο στρες. Ο συναισθηματικός δεσμός και η ανάπτυξη του εγκεφάλου φαίνεται να είναι συγκοινωνούντα δοχεία.
Πώς όμως ξεκινάει, κορυφώνεται και φθίνει το άγχος αποχωρισμού; Από τη γέννηση έως και την ηλικία των 6 μηνών, τα βρέφη δεν δείχνουν κανένα σημάδι ανησυχίας κατά τον αποχωρισμό από τα πρόσωπα αναφοράς τους. Παρά το ότι αναγνωρίζουν την φωνή και την μυρωδιά των γονιών τους, μπορούν να δεχτούν άνετα την φροντίδα από άλλα πρόσωπα. Κατά τη διάρκεια των 6-12 μηνών, δείχνουν ότι θέλουν να τα φροντίζουν οι γονείς τους όταν είναι στον χώρο. Αν και δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν πόση ώρα λείπουν οι γονείς τους, όταν οι γονείς επιστρέφουν τα βρέφη αυτής της ηλικιακής φάσης αρχίζουν να δείχνουν τη δυσφορία τους για τον αποχωρισμό. Η ηλικία των 12 μηνών έως και τα 2 έτη, αποτελεί το πιο δύσκολο στάδιο του αποχωρισμού. Σε αυτή τη φάση έχουν κατακτήσει αυτό που ονομάζουμε «μονιμότητα των αντικειμένων». Δηλαδή το ότι τα αντικείμενα ή πρόσωπα που δεν είναι στο οπτικό τους πεδίο δεν χάνονται, αλλά επιστρέφουν ξανά μετά. Τα βρέφη σε αυτή την ηλικία δεν μπορούν να κρατήσουν την νοητική εικόνα των γονιών τους, κάτι ιδιαίτερα στρεσογόνο γι’ αυτά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αναζητούν συνεχώς τον μπαμπά και την μαμά όταν δεν είναι στο οπτικό τους πεδίο, ενώ όταν βρίσκονται στον ίδιο χώρο τους ακολουθούν παντού και αγχώνονται ή θυμώνουν όταν δεν τους βλέπουν. Τέλος στην ηλικία των 3-5 ετών, αναμένεται ότι θα υποφέρουν λιγότερο από το άγχος αποχωρισμού. Σε αυτή την ηλικία μπορούν να εξωτερικεύσουν τα συναισθήματα τους, ειδικά όταν νιώθουν συναισθηματικά ασφαλή με τους οικείους τους. Σε αυτή την ηλικία μπορεί να εκδηλώσουν εκρήξεις θυμού, συμπεριφορές που δείχνουν ότι τα παιδιά μπορούν να εκδηλώσουν τις ανάγκες, τη δυσφορία και τα συναισθήματα τους (McDermott, 2005).
Όσο πιο πολύ ενημερωμένοι είμαστε για αυτά τα φυσιολογικά αναπτυξιακά στάδια, τόσο πιο έτοιμοι θα είμαστε να ανταποκριθούμε άμεσα στις ανάγκες των παιδιών μας και να τα ανακουφίσουμε στα έντονα συναισθήματα που βιώνουν.
Ποια είναι τα συμπτώματα του άγχους αποχωρισμού
Ένα συχνό ερώτημα που απασχολεί τους περισσότερους γονείς είναι η συναισθηματική φόρτιση που βιώνει το παιδί όταν τους αποχωρίζεται και τι μπορούν να κάνουν οι ίδιοι. Αυτό η φυσιολογική συμπεριφορά, ονομάζεται άγχος αποχωρισμού και εμφανίζεται αρχικά στα βρέφη (7-9 μηνών) και κορυφώνεται στα νήπια (18μηνών -2.5 ετών).
Είναι από τα πρώτα συμπεριφορικά ορόσημα, όπως μας εξηγεί ο κ. Στέλιος Μαντούδης, Αναπτυξιακός Εργοθεραπευτής και πολλές φορές συνεχίζεται και στα μεγαλύτερα νήπια, κάτι το οποίο όμως παύει να είναι φυσιολογικό.
Ποια είναι τα πιο συνηθισμένα αίτια;
• Δυσκολεύονται να κοιμηθούν μόνα τους τη νύχτα
• Όταν χάσουν από το οπτικό τους πεδίο τους γονείς, ανησυχούν
• Όταν επισκέπτονται έναν καινούργιο χώρο χρειάζονται ή πολύ χρόνο να προσαρμοστούν ή είναι συνεχώς σκαρφαλωμένα στους γονείς
• Γραπώνονται από τη μητέρα τους όταν καταλάβουν ότι ετοιμάζεται να φύγει και κλαίνε
• Αρνούνται να κοιμηθούν εκτός σπιτιού (π.χ. σε κάποιο σπίτι φίλου, στη γιαγιά κλπ)
• Κλαίει στον παιδικό σταθμό και αρνείται να πάει
• Μπορεί να έχουν έντονους εφιάλτες οι οποίοι σχετίζονται με παραμύθια που μπορεί να έχουν ενεργοποιήσει το άγχος τους
Τι μπορούν να κάνουν οι γονείς;
• Φροντίστε το παιδί σας να νιώθει ασφαλές στο περιβάλλον που μεγαλώνει
• Κοινωνικοποιήστε το παιδί και κάντε το να νιώθει ασφαλές και με άλλους ανθρώπους εκτός από τους γονείς
• Ποτέ δεν χρησιμοποιούμε εκφράσεις όπως «η μαμά θα φύγει αν δεν είσαι καλό παιδί»
• Προετοιμάζετε το, προτού κάνετε κάποια αλλαγή στο πρόγραμμα σας π.χ. αύριο προέκυψε μία δουλειά και θα λείψω λίγες ώρες από το σπίτι
• Επιβεβαιώνετε του, κάθε φορά που φεύγετε από το σπίτι, πως θα επιστρέψετε
• Κερδίστε την εμπιστοσύνη του και μη φεύγετε κρυφά από το σπίτι, χωρίς να το ενημερώνετε
Βιβλιογραφία:
Ainsworth, M. S., Blehar, M. C., Waters, E., & Wall, 5. (1978). Patterns of attachment: A psychological study of the Strange Situation. Hillsdale, NJ: Erlbaum.
Bowlby, J. (1988). Attachment, communication, and the therapeutic process.A secure base: Parent-child attachment and healthy human development, 137-157.
Klaus, M. H., &Kennell, J. H. (1982). Maternal-infant bonding (2nd ad.). St. Louis: Mosby.
Taylor, C. (2010). A practical guide to caring for children and teenagers with attachment difficulties. London: Jessica Kingsley.
Μαρία Ρισβάνη,
Ψυχολόγος